ΔΗΛΕΣΙΩΤΙΚΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑΚΙΑ. Από το Blogger.
RSS

Τα διαφορετικά Μάτια...





Κάνω χάζι τους ανθρώπους. Καταλαβαίνω τα πάντα από το περπάτημά τους. Άλλοι περπατάνε βαριά, λες και κουβαλάνε ένα βάρος πάνω τους δεκαπλάσιο από το βάρος τους. Άλλοι περπατάνε νευρικά, κλωτσάνε κανένα σκουπίδι που θα βρεθεί στο δρόμο τους και δε με βλέπουν καν. Λίγοι περπατούν αρμονικά και ήρεμα. Συνήθως, αυτοί είναι που θα κοντοσταθούν λίγο να με κοιτάξουν. Με το που ξημερώνει αρχίζει ένα απίστευτο βουητό, το βουητό της πόλης. Τους έχω συνηθίσει αυτούς τους ήχους, από μωρό. Το πατρικό μου είναι ένα πεζουλάκι δίπλα από μια οικοδομή. 

Τη μαμά μου τη θυμάμαι καλά. Τη μυρωδιά της. Αυτό που δεν ξέρω τι της συνέβη. Είχαμε ξεκινήσει να βρούμε φαΐ αλλά σε ένα στενό κάποιος με χάιδεψε και μέχρι να τελειώσουμε τις αγκαλίτσες την έχασα. Φώναζα, φώναζα αλλά δε με άκουγε, δε γύρισε ποτέ να με πάρει. Τώρα φαίνονται πολύ μακρυνά όλα αυτά, δε νιώθω τίποτα όταν τα σκέφτομαι. Απέκτησα πολλούς φίλους από τότε. Ερωτεύθηκα πολύ, μα πάρα πολύ. Όχι τίποτα σοβαρό, μη φανταστείτε. Δε δεσμεύτηκα ποτέ σοβαρά. Απλά, κάθε λίγο και λιγάκι με έπιανε αυτή η έξαψη, αυτή η αγωνία να βρώ κάποιον να περάσω καλά μαζί του. Χαμός οι μνηστήρες! Κάτι καβγάδες τρικούβερτους που έριχναν για μένα... 

Τα παιδάκια μου τα θυμάμαι, αλλά όχι κι όλα. Μόνο αυτά που κατάφερναν να μεγαλώσουν. Προσπαθούσα να κρυφτώ σε μια αποθήκη. Μου χε κολλήσει αυτό το μέρος. Τόσο ήσυχο και σκοτεινό, ιδανικό για τα μωρά μου. Αναγκάστηκα, όμως, να μην ξαναπάω γιατί ήρθε κάποιος και μου τα πήρε όλα. Πόσο τα άφησα μόνα τους? Λίγο. Αποτύπωσα τη μυρωδιά του χώρου και ορκίστηκα να μην ξαναπάω. 

Μια μέρα, αυτή τη μέρα τη θυμάμαι, κοιτούσα αυτό το αντιπαθητικό πλάσμα με τα φτερά. Έπρεπε να το κυνηγήσω. Ήταν μεγάλη ευκαιρία γιατί αυτό δε με έβλεπε. Παρατηρούσα τόση ώρα τις κινήσεις του. Δεν ήταν πολύ μακρυά, στην απέναντι μεριά. Με ένα σάλτο κάνω να το πιάσω! Ω, θεέ μου μέρες που είχα να φάω. Τότε ένιωσα ένα τράνταγμα και πετάχτηκα! Ένα ζεστό υγρό με έλουσε. Κι ένας πόνος... Μα τι πόνος! Εκεί γνώρισα κάποια απίθανα πόδια. Όταν είχα πλέον σταματήσει να αφουγκράζομαι το περπάτημα των ανθρώπων. Δεν είχε ενδιαφέρον πια. Όλα ήταν τα ίδια. Ίδιες μυρωδιές, ίδιο βαρύ και άγριο βήμα. Ήμουν μόνη.

Τότε, τα πόδια αυτά με πλησίασαν. Έκανα να φύγω αλλά δε μπορούσα και τότε συνειδητοποίησα μια γλυκιά φωνή. Για πρώτη φορά σήκωσα το βλέμμα και είδα τα ΜΑΤΙΑ. Τα πόδια είχαν μάτια! Λίγο τρομαγμένα μα πολύ γλυκά. Δε μπόρεσα να αντισταθώ και για πρώτη φορά στη ζωή μου αφέθηκα. Πονούσα. Μετά σα να κοιμήθηκα αιώνες. Ξύπνησα σε ένα κλουβί, άκουσα αυτή τη γνώριμη φωνή αλλά δε μπορούσα να δω τα ΜΑΤΙΑ. Όλα ήταν θολά. Ξανακοιμήθηκα. Δε θυμάμαι πόσες φορές έγινε αυτό. 

Μάλλον θέλω να θυμάμαι μόνο τα ευχάριστα της ζωής μου. Τα παιδάκια που γέννησα, τη λαχτάρα μου να κυνηγάω αυτά τα φτερωτά ενοχλητικά δίποδα πλάσματα και αυτά τα ΜΑΤΙΑ. Μένω μαζί τους τώρα. Η ζωή μου έχει αλλάξει. Έπαψα να βλέπω άλλα πόδια, αλλά δε με πειράζει γιατί πια έχω τα δικά μου ΜΑΤΙΑ να λατρεύω. Ζω για τα χάδια τους. Θυμώνω όταν αργούν και μένω ώρες μόνη μου. Αλλά δεν κρατάω κακία γιατί οι ώρες που περνάω μαζί τους είναι απίθανες!
Φυσικά, δεν άλλαξα μόνο εγώ τη ζωή μου. Άλλαξε και το σπίτι των ΜΑΤΙΩΝ από τότε που συγκατοικήσαμε. Έπρεπε να αλλάξουν τα έπιπλα γιατί δε με βόλευε τώρα με τα έξι πόδια. Α, δε σας τα πα? Τώρα πια έχω 6 πόδια! Τα δυο είναι περίεργα, στρογγυλά και τρίζουν όπως κουνιέμαι...

  • Digg
  • Del.icio.us
  • StumbleUpon
  • Reddit
  • RSS

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου